-
1 αγαλμα
- ατος τό1) украшение(ἀγάλματα ὑφάσματά τε Hom.)
2) краса, слава, гордость(χώρας Pind.; δόμων Aesch.; πατρίδος Eur.)
3) жертвенный дар, приношение(θεῶν Hom.; Ἀπόλλωνι Her.)
4) изваяние, статуя(δαιμόνων Soph.; Δαιδάλου Plat.)
5) изображение, картинаἀγάλματα, ὅσαπερ ἂν ἐν μιᾷ ζωγράφος ἡμέρᾳ εἷς ἀποτελῇ Plat. — картины, которые один художник может написать в один день
-
2 ἀν-άπτω
ἀν-άπτω, 1) anheften, an etwas befestigen, πείρατ' ἀνήφϑω ἔκ τινος, sollen angebunden werden an etwas, Od. 12, 51; vgl. Ap. Rh. 2, 160; auch im med.; so Eur. Med. 748; πρός τι, Herc. f. 1011; ἀγάλματα, ὑφάσματά τε χρυσόν τε, aufstellen in Göttertempeln, weihen, Od. 3, 274; μῶμον 2, 86, einen Tadel, Schandfleck anhängen; so αἶσχός τινι Agath. 3 (V, 302); übh. beilegen, zuschreiben, αἷμα εἴς τινα, den Mord ihm anrechnen, Eur. Andr. 1197; χάριν τινί Plut. Ant. 46; τὴν αἰτίαν τῆς πόλεως ἐς τὸν Πύϑιον ἀνῆψε Lyc. 6, u. öfter (vgl. τί νύ τοι τόσα κήδε' ἀνῆπται Ap. Rh. 2, 245) – Med., sich anhängen, τινός, an etwas, πέπλων Eur. Herc. Fur. 629 u. Sp.; eigthümt. Dinarch. 1, 36 ἐπιστολὴν ἐκ τῶν δακτύλων ἀναψάμενος, wozu Bekk. Aesch. 3, 164 vgl., einen Brief nur zur Schau in den Händen haltend; an sich anknüpfen, ναῦς, eroberte Schiffe mit sich fortführen, Diod. Sic. 13, 19. 14, 60; Plut. Cam. 8; – χάριν τινί, Jemandem danken, Ap. Rh. 2, 114; – aber χάριτας εἴς τινα, Einem Gunst zu Theil werden lassen, Eur. Phoen. 572; κῆδός τινι, Verwandtschaft mit Einem knüpfen, Troad. 845; – anziehen, στέρνοις νεβρίδα Agath. 31 (VI, 172); übertr., οὐδ' ἔτι τάρβος ἀνάψομαι, ich werde keine Furcht mehr haben, Ap. Rh. 2, 643. – 2) anzünden, φῶς Plat. Tim. 39 b; Eur. πῦρ ϑεοῖς Or. 1137 u. πυρὶ δόμους 1594; übertr., μείζονι ϑυμῷ Med. 107, u. öfter Sp., auch von Fieberanfällen; – παστὰς λαμπάδι ἀνήπτετο, wurde erleuchtet, Thall. (VII, 188).
-
3 αναπτω
Iтж. med.1) подвязывать, привязывать, прикреплять(τι ἔκ τινος Hom.; τι πρός τι Eur.; τι εἴς τι Arst.)
ἀνάπτεσθαι πέπλων (sc. τινός) Eur. — цепляться за чьи-л. одежды;τέν ναῦν ἀνάψασθαι Plut., Diod.; — взять корабль на буксир;πρυμνήτην κάλων ἀνάψασθαι ἔκ τινος Eur. — привязать свой причальный канат к кому-л., т.е. прибегнуть к чьему-л. покровительству;βρόχον ἀγχόνης ἀνήψατο Eur. — (Федра) удавилась2) культ. вешать в храме, приносить в дар, жертвовать(ἀγάλματα ὑφάσματά τε Hom.; τῇ Ἥρᾳ ἀνάθημα Arst.)
3) приписывать, относить, сводить (к чему-л.), связывать (с чем-л.)(τι εἴς τι и εἴς τινα Arst., Plut. и τινί Plut.)
αἷμα εἴς τινα ἀνάψαι Eur. — обвинить кого-л. в убийстве;μῶμον ἀνάψαι (sc. τινί) Hom. — навлечь насмешки на кого-л.;χαρίτας ἔς τινα ἀνάψασθαι Eur. — оказать кому-л. услуги;κῆδός τινι ἀνάψασθαι Eur. — породниться (досл. завязать узы родства) с кем-л.4) надевать на себя(περιβόλαια Eur.; νεβρίδα στέρνοις Anth.)
II1) зажигать(λύχνα Her.; πῦρ Eur., Plut.; φῶς Plat., Arst.)
2) поджигать(δόμους πυρί Eur.)
3) загораться Arst.; перен. воспламенять(ся)(μείζονι θυμῷ Eur.)
-
4 ἄγαλμα
ἄγαλμα, τό, bei Hom. πᾶν, ἐφ' ᾧ τις ἀγάλλεται, καὶ οὐχὶ τὸ ξάανον (Apoll. Lex. Hom. 6, 30 Scholl. Iliad. 4, 144 Odyss. 3, 274 u. 438. 4, 602), in der Ilias nur 4, 144 von einem Pferdeschmuck βασιλῆι δὲ κεῖται ἄγαλμα, in der Od. siebenmal, z. B, πολλὰ δ'ἀγάλματ' ἀνῆψεν, ὑφάσματά τε χρυσόν τε Od. 3, 274; ἄγαλμα ϑεῶν ϑελκτήριον Od. 8, 599, vom hölzernen Pferd; ein zum Opfer geschmückter Stier heißt so Od. 3, 438, ein Halsschmuck 18, 366; – χώρας, ein Mann, Pind. N. 3, 13; πατρός, ein Gesang. 8, 16. Statue ist es 5, 10. 67; Alcaeus nennt den Helm ἄγ. ἀνδρῶν, Athen. XIV, 627 b; Aesch. ἴπποι ἀγ. τῆς ὑπερπλούτου χλιδῆς Prom. 464; τέκνα. – δόμων Aa. 212. 721. Zierde und Freude, Eum. 881; Suppl. 89; ϑεῶν, Standblider, Eum. 35, wie Spt. 240. 247; Hopk. δαιμόνων ἱερὰ ἀγ. O. R. 1379; Bacchus, Καδμείας νύμφας ἀγ., 1102, ch.; εὐκλείας, Ruhmes Zierde, ibd. 699; Eur. διδυμογενὲς ἄγ. πατρίδος, Castor und Pollux, Hel. 207; ϑεῶν Alc. 613; so bes. seit Her. 8, 169 u. a. in Prosa, Standbilder der Götter als Gegenstand der Verehrung, z. B. Plat. Phaedr. 251 a; neben βωμοί u. ναοί, Legg. IV, 738 c; u. sonst, wie Xen. oft u. Pausan. Auch im Allgemeinen, Bildsäule, z. B. Δαιδάλου ἄγ. Plat. Men. 97 d; πάντες ὥσπερ ἄγ. ἐϑεῶντο αὐτόν Charm. 154 d; von Gemälden, Legg. XII 956 b; obgleich von Statuen und Bildern der Menschen εἰκόνες und ἀνδριάντες die eigentlichen Ausdrücke bleiben; Ἑκάτης ἀγάλματα heißen Hunde, Ar. bei B. A. 336; vgl. Eur. bei Plut. Is. et Os. 71. Uebertr. nennt Plat. die Welt τῶν ἀϊδίων ϑεῶν ἄγ. Man vgl. Ruhnk. ad Tim. p. 4 u. Böckh. Inscr. I, p. 7.
См. также в других словарях:
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek